- βοιωτιουργης
- βοιωτιουργήςβοιωτι-ουργής2беотийской работы
(κράνος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κράνος Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
βοιωτιουργής — βοιωτιουργής, ές (Α) κατασκευασμένος από τεχνίτη τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < βοιώτιος + εργής < έργον] … Dictionary of Greek
Βοιωτιουργές — Βοιωτιουργής of Boeotian work masc/fem voc sg Βοιωτιουργής of Boeotian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βοιωτιουργές — βοιωτιουργής of Boeotian work masc/fem voc sg βοιωτιουργής of Boeotian work neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)